- κυκλικά
- κυκλικόςcircularneut nom/voc/acc plκυκλικά̱ , κυκλικόςcircularfem nom/voc/acc dualκυκλικά̱ , κυκλικόςcircularfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θερμικά ρεύματα μεταφοράς — Κυκλικά ρεύματα που, σύμφωνα με τη θεωρία των λιθοσφαιρικών πλακών, δρουν στον μανδύα της Γης και προκαλούν την κίνηση των πλακών. Σύμφωνα με την ίδια πάντα θεωρία, όταν δύο γειτονικά ρεύματα μεταφοράς είναι καθοδικά (προς το κέντρο της Γης), οι… … Dictionary of Greek
κυκλικάς — κυκλικά̱ς , κυκλικός circular fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόμλεχ — (βρετονικά kromlek = κυκλικά τοποθετημένοι λίθοι). Όρος που αναφέρεται σε έναν τύπο προϊστορικού μνημείου, που χρονολογείται περίπου την εποχή του ορείχαλκου (3η 2η χιλιετία π.Χ.) και ο οποίος ήταν αρκετά διαδεδομένος στις βόρειες περιοχές της… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ … Dictionary of Greek
κυκλεύω — (AM) [κύκλος] 1. περιστρέφω κυκλικά («περὶ τὸν περινεὸν κυκλεύειν τὸ ὀθόνιον», Ιπποκρ.) 2. περικλείω κάτι με κύκλο («κυκλεύειν ἅπαν τὸ στράτευμα», Ονήσ.) 3. περιέρχομαι κυκλικά («τὴν γῆν περιιὼν καὶ κυκλευὼν ὁ ἥλιος», Κλεομήδ.) 4. διανύω («ὅσον… … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
περιγλύφω — ΝΜΑ διακοσμώ κυκλικά με ανάγλυφα μσν. αρχ. αφαιρώ τον φλοιό κυκλικά, ξεφλουδίζω ολόγυρα αρχ. 1. κάνω κάτι κοίλο 2. κόβω κάτι από κάπου, αποκόπτω 3. παθ. περιγλύφομαι διακοσμούμαι, καλλωπίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γλύφω «λαξεύω, σκαλίζω»] … Dictionary of Greek
περιφέρω — ΝΜΑ 1. μεταφέρω κάτι ολόγυρα, κυκλικά ή προς κάθε κατεύθυνση (α. «περιφέρω δίσκο» β. «περιφέρουν τον Επιτάφιο» γ. «τὸν ὀϊστὸν περιέφερε κατὰ πᾱσαν γῆν οὐδὲν σιτεόμενος», Ηρόδ.) 2. μεταφέρω επάνω μου ή μέσα μου ή μαζί μου (α. «περιφέρω τη δυστυχία … Dictionary of Greek